βαρύς: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 79.107.161.156 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Hasley Ετικέτες: Επαναφορά SWViewer [1.3] |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 4: | Γραμμή 4: | ||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc|el|βαρύς}} < {{ετυμ|ine-pro|el}} *''gʷréh₂us'' < *''gʷreh₂'' ({{λ|βαρύς|el}}) + *-''us'' |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc|el|βαρύς}} < {{ετυμ|ine-pro|el}} *''gʷréh₂us'' < *''gʷreh₂'' ({{λ|βαρύς|el}}) + *-''us'' |
||
= |
|||
==={{προφορά}}=== |
|||
{{ΔΦΑ|va.ˈɾis|γλ=el}} |
|||
==={{επίθετο|el}}=== |
==={{επίθετο|el}}=== |
Αναθεώρηση της 18:33, 14 Ιανουαρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βαρύς < αρχαία ελληνική βαρύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷréh₂us < *gʷreh₂ (βαρύς) + *-us
=
Επίθετο
βαρύς, -ιά, -ύ, συγκριτικός: βαρύτερος, υπερθετικός: βαρύτατος
- που έχει μεγάλο βάρος, που ζυγίζει πολλά κιλά
- το παλιό έπιπλο ήταν βαρύ κι ασήκωτο
- που έχει μεγάλη πυκνότητα
- όταν κάποιοι έλεγαν ότι θα φτιάξουν ιπτάμενες συσκευές βαρύτερες από τον αέρα, τους έλεγαν αιθεροβάμονες
- (για φαγητό ή ποτό) που έχει μεγάλη ποσότητα από μια ουσία, πολύ έντονη γεύση ή έχει άσχημη επίδραση στον οργανισμό
- έναν καφέ πολλά βαρύ, παρακαλώ
- το στιφάδο είναι βαρύ φαγητό και με πειράζει
- βαριά ποτά, βαριά τσιγάρα
- που δείχνει σημάδια επιδείνωσης
- ο καιρός ήταν βαρύς και φαινόταν ότι θα βρέξει
- (μεταφορικά) που αναμένεται να έχει άσχημες επιπτώσεις
- οι κατηγορίες εναντίον του ήταν βαρύτατες
- (μεταφορικά) άσχημος, γεμάτος ένταση ή στενοχώρια
- η ατμόσφαιρα ανάμεσα στους δυο παλιούς φίλους ήταν πολύ βαριά
- (για άνθρωπο) κακοδιάθετος ή/και υπερβολικά σοβαρός, σε σημείο αγένειας καμιά φορά
- Σήμερα το πρωί ο Γιώργος ήταν βαρύς κι ασήκωτος. Τι να του συνέβη άραγε;
- βαρύ πεπόνι: έκφραση που περιγράφει έναν τέτοιο άνθρωπο
Συγγενικά
- βαρεία
- βαριά
- βαριοπούλα
- βαρύγδουπος
- βαρύθυμος
- βαρύμαγκας
- βαρύτιμος
- βαριοκόκαλος
- → δείτε τη λέξη βαρύνω