εκτίμηση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση- |
μ pwb.py αντικατάσταση κλίση λύση με 'δύναμη' |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίση-' |
{{el-κλίση-'δύναμη'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λδδ|grc-koi|el|0=-}} [[ἐκτίμησις]] < {{ετυμ|grc|el}} {{λ|ἐκτιμάω|grc}} |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λδδ|grc-koi|el|0=-}} [[ἐκτίμησις]] < {{ετυμ|grc|el}} {{λ|ἐκτιμάω|grc}} |
Αναθεώρηση της 05:19, 6 Οκτωβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκτίμηση | οι | εκτιμήσεις |
γενική | της | εκτίμησης* | των | εκτιμήσεων |
αιτιατική | την | εκτίμηση | τις | εκτιμήσεις |
κλητική | εκτίμηση | εκτιμήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκτιμήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- εκτίμηση < ελληνιστική κοινή ἐκτίμησις < αρχαία ελληνική ἐκτιμάω
Ουσιαστικό
εκτίμηση θηλυκό
- υπολογισμός αξίας ή τιμής ενός αντικειμένου
- σεβασμός, απόδοση σεβασμού σε πρόσωπο
- υποκειμενική αξιολόγηση
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)