γενίτσαρος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
αντικατάσταση ετυμ gkm, ετυμ tr, + ΒΠ
Cplakidas (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 9: Γραμμή 9:
==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
#{{ιστορ}} [[στρατιώτης]] του τουρκικού πεζικού, που ανήκε σε [[σώμα]] που το αποτελούσαν χριστιανοί [[εξισλαμισμένος|εξισλαμισμένοι]] (συνήθως διά της [[βία]]ς) σε μικρή [[ηλικία]]
#{{ιστορ}} [[στρατιώτης]] του οθωμανικού πεζικού, που ανήκε σε επίλεκτο [[σώμα]] που το αποτελούσαν σε μικρή [[ηλικία]] [[εξισλαμισμένος|εξισλαμισμένοι]] Χριστιανοί (βλ. [[παιδομάζωμα]])
#:''επίθεση '''γενιτσάρων'''''
#:''επίθεση '''γενιτσάρων'''''
#{{μτφρ}} {{κτεπε}} κάποιος που συμπεριφέρεται και ενεργεί με [[φανατισμό]], [[βία]], [[μισαλλοδοξία]] και [[αντεκδίκηση]]
#{{μτφρ}} {{κτεπε}} κάποιος που συμπεριφέρεται και ενεργεί με [[φανατισμό]], [[βία]], [[μισαλλοδοξία]] και [[αντεκδίκηση]]

Αναθεώρηση της 13:15, 15 Φεβρουαρίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γενίτσαρος οι γενίτσαροι
      γενική του γενίτσαρου
γενιτσάρου
των γενίτσαρων
γενιτσάρων
    αιτιατική τον γενίτσαρο τους γενίτσαρους
γενιτσάρους
     κλητική γενίτσαρε γενίτσαροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γενίτσαρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γενίτσαρος / γενίτσερος / γιανίτσαρος / γενίτζαρος < τουρκική yeniçeri / yaniçari < yeni (νέος) +‎ çeri (στρατιώτης)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

γενίτσαρος αρσενικό

  1. Πρότυπο:ιστορ στρατιώτης του οθωμανικού πεζικού, που ανήκε σε επίλεκτο σώμα που το αποτελούσαν σε μικρή ηλικία εξισλαμισμένοι Χριστιανοί (βλ. παιδομάζωμα)
    επίθεση γενιτσάρων
  2. (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) κάποιος που συμπεριφέρεται και ενεργεί με φανατισμό, βία, μισαλλοδοξία και αντεκδίκηση

Συγγενικά

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις