κάτοικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κάτοικος οι κάτοικοι
      γενική του/της
του
κατοίκου
κάτοικου
των κατοίκων
    αιτιατική τον/την κάτοικο τους/τις
τους
κατοίκους
κάτοικους
     κλητική κάτοικε κάτοικοι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάτοικος < αρχαία ελληνική κάτοικος < κατά (κατ- + οἶκος)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈka.ti.kos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάτοικος αρσενικό ή θηλυκό

  • αυτός ή αυτή που μένει (κατοικεί) σε ορισμένο τόπο
    οι κάτοικοι του χωριού αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους λόγω της πυρκαγιάς
    ο βρυχηθμός της αρκούδας ξύπνησε όλους τους άλλους κατοίκους του δάσους

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]