ακαριαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακαριαίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκαριαῖος < ἀκαρής
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ka.ɾiˈe.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐ρι‐αί‐ος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακαριαίος, -α, ο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ακαριαία (επίρρημα)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακαριαίος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)