ακαταλόγιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακαταλόγιστος < α- + καταλογίζω + -τος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική irresponsable)
Επίθετο[επεξεργασία]
ακαταλόγιστος, η, ο
- (νομικός όρος) που δεν μπορεί να του καταλογιστεί ευθύνη, επειδή ενεργεί παράλογα, είτε επειδή πάσχει από ψυχιατρικό νόσημα είτε για άλλους λόγους
- (ουσιαστικοποιημένο) ακαταλόγιστο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- Ο κατηγορούμενος έχει το ακαταλόγιστο: (νομικός όρος) όταν λόγω ψυχικής νόσου του κατηγορουμένου, ή μέθης, ή άλλης κατάστασης όπου εμφανίζει μη "σώας τας φρένας", κατά το χρόνο τέλεσης αδίκου πράξης δεν μπορεί να του καταλογισθεί καμία ευθύνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακαταλόγιστος