ακοιλωματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακοιλωματικός < α- (στερητικό) + κοιλωματικός , (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ci.lo.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κοι‐λω‐μα‐τι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
ακοιλωματικός, -ή, -ό
- (βιολογία, ζωολογία) ασπόνδυλος οργανισμός που στερείται σωματικής κοιλότητας, όπως τα κοιλεντερωτά, οι πλατυέλμινθες (<ἕλμινς), τα νηματώδη
- ※ Ζώα στα οποία δεν υπάρχει χώρος ανάμεσα στο[sic] πεπτικό σωλήνα και στο σωματικό τοίχωμα (ακοιλωματικά).
- Από τους Σπόγγους στα σχιζοκοιλωματικά Πρωτοστόμια www.biology.uoc.gr Σημειώσεις μαθημάτων Βιολογίας. πρόσβαση:2022.01.20.
- ※ Ζώα στα οποία δεν υπάρχει χώρος ανάμεσα στο[sic] πεπτικό σωλήνα και στο σωματικό τοίχωμα (ακοιλωματικά).
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις κοιλωματικός και κοίλωμα για περισσότερους όρους της βιολογίας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- coelon στην αγγλική Βικιπαίδεια για τους όρους Coelomata, pseudocoelom, Acoelomate
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακοιλωματικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)