αμάλλιαγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αμάλλιαγος, -η, -ο
- που δεν έχει μαλλιά ή τρίχες (στο κεφάλι ή το κορμί)
- (για πουλιά) που δεν έχει φτερά
- (μεταφορικά) νέος και άπειρος
- (μεταφορικά) (ιδιωματικό) άφραγκος, φτωχός
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μαλλί