ανιαρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανιαρός | η | ανιαρή | το | ανιαρό |
γενική | του | ανιαρού | της | ανιαρής | του | ανιαρού |
αιτιατική | τον | ανιαρό | την | ανιαρή | το | ανιαρό |
κλητική | ανιαρέ | ανιαρή | ανιαρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανιαροί | οι | ανιαρές | τα | ανιαρά |
γενική | των | ανιαρών | των | ανιαρών | των | ανιαρών |
αιτιατική | τους | ανιαρούς | τις | ανιαρές | τα | ανιαρά |
κλητική | ανιαροί | ανιαρές | ανιαρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανιαρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνιαρός < ἀνία, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική ennuyeux[1]
Επίθετο[επεξεργασία]
ανιαρός
- χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, που προκαλεί ανία, βαρεμάρα
- ↪ Το να αντιγράφεις το όνομά σου 100 φορές σε μια κόλλα χαρτί είναι μια ανιαρή εργασία.
- ※ Κι αν δεν ήταν το επάγγελμά του, με το οποίο παθιαζόταν και στο οποίο διοχέτευε όλη του την ενέργεια, δεν θα άντεχε στιγμή την ανιαρή και αδιάφορη ζωή του.
- Πέρσα Κουμούτση, Αλεξανδρινές φωνές στην οδό Λέψιους, εκδ. Μεταίχμιο, 2017 [1]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανιαρός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ανιαρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)