ανοικονόμητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανοικονόμητος < (ελληνιστική κοινή) ἀνοικονόμητος < αρχαία ελληνική οἰκονομέω / οἰκονομῶ < οἶκος + νέμω
Επίθετο[επεξεργασία]
ανοικονόμητος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανοικονόμητος
|