αντιγηραντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιγηραντικός < αντι- + γηραντικός < γήρανση < αρχαία ελληνική γήρανσις < γῆρας
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αντιγηραντικός
- που ενεργεί ενάντια στη γήρανση
- ※ Αντιγηραντικός ορός ματιών ... , που προστατεύει την ευαίσθητη περιοχή των ματιών, διατηρώντας την επιδερμίδα σφριγηλή και ενυδατωμένη σε βάθος. (από κείμενο προώθησης προϊόντος, ανάκτηση 27 Απρ. 2019)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιγηραντικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αντι- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)