αφροστεφανωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφροστεφανωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αφροστεφανώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
αφροστεφανωμένος, -η, -ο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφροστεφανωμένος