βολταϊκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βολταϊκός < γαλλική voltaïque < ιταλική Alessandro Volta
Επίθετο[επεξεργασία]
βολταϊκός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τα βολτ ή (γενικότερα) με το σύστημα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος ή αναφέρεται σ’ αυτά
- βολταϊκό τόξο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βολτ
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)