δισκοθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δισκοθήκη < δισκο- + -θήκη, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική discothèque < disque (< αρχαία ελληνική δίσκος) + -thèque (< αρχαία ελληνική θήκη < τίθημι)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.skoˈθi.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐σκο‐θή‐κη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δισκοθήκη θηλυκό
- συλλογή με μουσικούς δίσκους (βινυλίου, CD κ.ά.)
- το κατάλληλο έπιπλο για την τοποθέτηση και φύλαξη δίσκων ή μιας τέτοιας συλλογής
- (κυπριακά) ντισκοτέκ
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις δίσκος, θήκη και θέτω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δισκοθήκη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δισκο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -θήκη (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κυπριακά
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)