εκροή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκροή | οι | εκροές |
γενική | της | εκροής | των | εκροών |
αιτιατική | την | εκροή | τις | εκροές |
κλητική | εκροή | εκροές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκροή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκροή < ἐκρέω < ἐκ + ῥέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *srew- (ρέω) < *ser- (ἀραρίσκω). Συγχρονικά αναλύεται σε εκ- + ροή.
- οικονομικός όρος < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική outflow[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.kɾoˈi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κρο‐ή
- παλιότερος συλλαβισμός : εκ‐ρο‐ή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκροή θηλυκό
- η ροή νερού ή άλλου υγρού προς τα έξω
- (μεταφορικά, οικονομία) η εξαγωγή διαφόρων αγαθών ή χρήματος από κάποια χώρα προς άλλες
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- έκχυση (ιατρικός όρος)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ εκροή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εκ- (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)