ελεγχόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ελεγχόμενος< μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ελέγχω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.leŋˈxo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐λεγ‐χό‐με‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
ελεγχόμενος, -η, -ο
- (λόγιο) που ελέγχεται
- ↪ η φωτιά αυτή είναι ελεγχόμενη
- ≈ συνώνυμα: είμαι υπό έλεγχο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)