επικυρίαρχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επικυρίαρχος < επι- + κυρίαρχος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική suzerain)
Επίθετο[επεξεργασία]
επικυρίαρχος
- (νομικός όρος) που ασκεί επικυριαρχία σε υποτελές κράτος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- επικυριαρχία
- επικυριαρχικός
- επικυριαρχώ
- → δείτε τις λέξεις επί, κύριος και άρχω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επι- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)