ερώτηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ερώτηση οι ερωτήσεις
      γενική της ερώτησης* των ερωτήσεων
    αιτιατική την ερώτηση τις ερωτήσεις
     κλητική ερώτηση ερωτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ερωτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ερώτηση < αρχαία ελληνική ἐρώτησις < ἐρωτῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ερώτηση θηλυκό

  1. η πράξη ή το αποτέλεσμα του να ρωτάμε
  2. η ερωτηματική πρόταση

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  1. ερώτημα
  2. ερωτηματικό
  3. ερωτηματολόγιο
  4. ρωτάω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]