εφεκτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εφεκτικός < (ελληνιστική κοινή) ἐφεκτικός < ἐπέχω < ἔχω
Επίθετο[επεξεργασία]
εφεκτικός -ή -ό
- που είναι επιφυλακτικός για κάτι ή σε κάτι
- κράτησε εφεκτική στάση σ’ αυτό το θέμα
- που διαρκώς αναβάλλει να πει ή να κάνει κάτι
- αναποφάσιστος, διστακτικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εφεκτικότητα
- → δείτε τη λέξη έχω