κλίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κλείνω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κλίνω [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkli.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλί‐νω
ομόηχο: κλείνω

Ρήμα[επεξεργασία]

κλίνω, πρτ.: έκλινα, αόρ.: έκλινα, μτχ.π.π.: κεκλιμένος χωρίς παθητική φωνή

  1. (αμετάβατο) γέρνω, έχω κλίση
    Διόρθωσε τον πίνακα, διότι κλίνει προς τα δεξιά!
  2. (μεταβατικό) ρέπω, τείνω
    Η άποψή τους έκλινε στη θεσμοθέτηση νέων κανόνων.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

κλίνω, πρτ.: έκλινα, αόρ.: έκλινα, παθ.φωνή: κλίνομαι, π.αόρ.: κλίθηκα, μτχ.π.π.: κλιμένος

  • (γραμματική) σχηματίζω τους τύπους ενός κλιτού μέρους του λόγου
    να κλίνετε την προστακτική του Αορίστου του ρήματος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλίνω < *κλίν-j-ω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *klei-

Ρήμα[επεξεργασία]

κλίνω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]