μέταλλον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μέταλλον | τὰ | μέταλλᾰ |
γενική | τοῦ | μετάλλου | τῶν | μετάλλων |
δοτική | τῷ | μετάλλῳ | τοῖς | μετάλλοις |
αιτιατική | τὸ | μέταλλον | τὰ | μέταλλᾰ |
κλητική ὦ! | μέταλλον | μέταλλᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μετάλλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μετάλλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μέταλλον, ήδη τον 5ο αιώνα, τεχνικός όρος < θέμα μεταλλ- που συνδέεται με το μεταλλάω (ερευνώ) αβέβαιης ετυμολογίας. Οι εκδοχές ετυμολόγησης περιλαμβάνουν, συναρπαγή φράσης «μετ' ἄλλα» (αναζητώ ανάμεσα σ' άλλα), ή δάνειο προελληνικής προέλευσης.[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μέταλλον ουδέτερο
- (αρχική σημασία) ορυχείο, μεταλλείο
- ↪ ἁλὸς μέταλλον (ορυχείο αλατιού, Ηρόδοτος, 4.185)
- (ελληνιστική σημασία) μέταλλο
Παράγωγα[επεξεργασία]
Απόγονοι[επεξεργασία]
μέταλλον (αρχαία ελληνικά)
- ⇒ νέα ελληνικά: μέταλλο
- ↷ λατινικά: metallum
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μέταλλο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- μέταλλον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μέταλλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά)
- Μεταλλουργία (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)