μεφιστοφελικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεφιστοφελικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική méphistophélique < γερμανική Mephistopheles / Mephostophiles / Mephostophilus < αρχαία ελληνική μή + φάος + φίλος
Επίθετο[επεξεργασία]
μεφιστοφελικός
- που έχει σχέση με τον Μεφιστοφελή ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (κατ’ επέκταση) διαβολικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Μεφιστοφελής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεφιστοφελικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)