μονογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μονογραφία < (λόγιο δάνειο) γαλλική monographie[1] < monographe < αρχαία ελληνική μόνος + γράφω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /mo.no.ɣɾaˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νο‐γρα‐φί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μονογραφία θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μονογραφία
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μονογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)