μονοπόδαρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοπόδαρος η μονοπόδαρη το μονοπόδαρο
      γενική του μονοπόδαρου της μονοπόδαρης του μονοπόδαρου
    αιτιατική τον μονοπόδαρο τη μονοπόδαρη το μονοπόδαρο
     κλητική μονοπόδαρε μονοπόδαρη μονοπόδαρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοπόδαροι οι μονοπόδαρες τα μονοπόδαρα
      γενική των μονοπόδαρων των μονοπόδαρων των μονοπόδαρων
    αιτιατική τους μονοπόδαρους τις μονοπόδαρες τα μονοπόδαρα
     κλητική μονοπόδαροι μονοπόδαρες μονοπόδαρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονοπόδαρος < μεσαιωνική ελληνική μονοπόδαρος[1] < μόνος + ποδάρι < πόδι < αρχαία ελληνική πόδιον < πούς

Επίθετο[επεξεργασία]

μονοπόδαρος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. μονοπόδαρος Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].