πανάρχαιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πανάρχαιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παναρχαῖος με μετακίνηση τόνου για προσαρμογή στη δημοτική [1] < παν- +αρχαία ελληνική ἀρχαῖος (παλιός, προηγούμενος)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paˈnaɾ.çe.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐νάρ‐χαι‐ος
- παλιότερος συλλαβισμός : παν‐άρ‐χαι‐ος
Επίθετο[επεξεργασία]
πανάρχαιος, -η/α, -ο
- (επιτατικό επίθετο) πάρα πολύ αρχαίος, αρχαιότατος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πανάρχαιος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ πανάρχαιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δίκαιος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Μετακινήσεις τόνου (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παν- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επιτατικά επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)