παραδουλεύτρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραδουλεύτρα οι παραδουλεύτρες
      γενική της παραδουλεύτρας
    αιτιατική την παραδουλεύτρα τις παραδουλεύτρες
     κλητική παραδουλεύτρα παραδουλεύτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραδουλεύτρα < παρα- + δουλευτής + κατάληξη θηλυκού -τρα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.ɾa.ðuˈle.ftɾa/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παραδουλεύτρα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]