πορεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πορεία οι πορείες
      γενική της πορείας των πορειών
    αιτιατική την πορεία τις πορείες
     κλητική πορεία πορείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πορεία < αρχαία ελληνική πορεία < πορεύομαι (περνώ). Δείτε πόρος.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πορεία θηλυκό

  1. η ενέργεια του ρήματος πορεύομαι
    1. το περπάτημα με τα πόδια για μια σχετικά μεγάλη απόσταση
    2. η κίνηση ενός οχήματος, σκάφους ή εναέριου μέσου προς μια κατεύθυνση
    3. (μεταφορικά) η εξέλιξη μιας διαδικασίας ή γεγονότος
  2. σώμα ανθρώπων που διαδηλώνουν
     συνώνυμα: διαδήλωση

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -πορία στο Βικιλεξικό

Σημειώσεις[επεξεργασία]
  • Οι λέξεις που τελειώνουν σε -πορία γράφονται με ι και όχι με με ει καθώς παράγονται από τα αντίστοιχα ουσιαστικά σε -πόρος ή από ρήματα σε -πορώ.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]