πόα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πόα οι πόες
      γενική της πόας των ποών
    αιτιατική την πόα τις πόες
     κλητική πόα πόες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πόα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πόα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpo.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πό‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πόα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πό αἱ πόαι
      γενική τῆς πόᾱς τῶν ποῶν
      δοτική τῇ πό ταῖς πόαις
    αιτιατική τὴν πόᾱν τὰς πόᾱς
     κλητική ! πό πόαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πό
γεν-δοτ τοῖν  πόαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]