σκοτία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκοτία | οι | σκοτίες |
γενική | της | σκοτίας | των | σκοτιών |
αιτιατική | τη | σκοτία | τις | σκοτίες |
κλητική | σκοτία | σκοτίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκοτία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκοτία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκοτία θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) αρμός που χρησιμεύει για να τονίζει τη διαφορά δύο αρχιτεκτονικών στοιχείων δημιουργώντας σκιά
- εσωτερική κορνίζα πίνακα ζωγραφικής
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκοτία | οι | σκοτίες |
γενική | της | σκοτίας | των | σκοτιών |
αιτιατική | τη | σκοτία | τις | σκοτίες |
κλητική | σκοτία | σκοτίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκοτία θηλυκό
- το σκοτάδι και μεταφορικά ο Άδης
- ※ πτώματα νεκρῶν τρισσῶν ἤδη / τάδε πρὸς μελάθροις κοινῷ θανάτῳ / σκοτίαν αἰῶνα λαχόντων (Ευριπίδης, Φοίνισσαι, 1482-1484)
- (αρχιτεκτονική) αρχιτεκτονική γλυφή που σχηματίζει σκιά
- σκοτία· μέρος τι παρὰ τοῖς ἀρχιτέκτοσι προσαγορευόμενον τριγλύφου. καὶ Ἀφροδίτης Σκοτιᾶς ἱερὸν κατ΄ Αἴγυπτον (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Σ)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σκοτία
Απόγονοι[επεξεργασία]
σκοτία (αρχαία ελληνικά)
Πηγές[επεξεργασία]
- σκοτία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκοτία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (αρχαία ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)