στοκάρισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στοκάρισμα τα στοκαρίσματα
      γενική του στοκαρίσματος των στοκαρισμάτων
    αιτιατική το στοκάρισμα τα στοκαρίσματα
     κλητική στοκάρισμα στοκαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /stoˈka.ɾi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στο‐κά‐ρι‐σμα

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

στοκάρισμα < στοκάρω + -ισμα < στοκ < αγγλική stock < αγγλοσαξονική stocc < πρωτογερμανική *stukkaz (κορμός δέντρου)

Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]

στοκάρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

στοκάρισμα < στοκάρω + -ισμα < βενετική stocar[1] +

Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]

στοκάρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]