συμπύκνωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμπύκνωση οι συμπυκνώσεις
      γενική της συμπύκνωσης* των συμπυκνώσεων
    αιτιατική τη συμπύκνωση τις συμπυκνώσεις
     κλητική συμπύκνωση συμπυκνώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμπυκνώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμπύκνωση < συμπυκνώ(νω) + -ση

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /simˈbi.kno.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐μπύ‐κνω‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συμπύκνωση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]