συνέταιρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνέταιρος οι συνέταιροι
      γενική του συνέταιρου
συνεταίρου
των συνέταιρων
συνεταίρων
    αιτιατική τον συνέταιρο τους συνέταιρους
συνεταίρους
     κλητική συνέταιρε συνέταιροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνέταιρος < αρχαία ελληνική συνέταιρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνέταιρος αρσενικό ή θηλυκό και συνεταίρος

  1. συμμέτοχος σε επιχείρηση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνέταιρος < συν- + ἑταῖρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνέταιρος αρσενικό

  1. σύντροφος, φίλος

Συγγενικά[επεξεργασία]