σωματώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σωματώδης < αρχαία ελληνική σωματώδης < σῶμα + -ώδης (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική corpulent)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /so.maˈto.ðis/
Επίθετο[επεξεργασία]
σωματώδης, -ης, -ες
- ο εύσωμος, ο μεγαλόσωμος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σώμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σωματώδης
|