τάπης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τάπης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τάπης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τάπης αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
τᾰπητ-
ονομαστική τάπης οἱ τάπητες
      γενική τοῦ τάπητος τῶν ταπήτων
      δοτική τῷ τάπητ τοῖς τάπησ(ν)
    αιτιατική τὸν τάπητ τοὺς τάπητᾰς
     κλητική ! τάπης τάπητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τάπητε
γεν-δοτ τοῖν  ταπήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τάπης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τάπης, -ητος αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]