τάπης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τάπης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τάπης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τάπης αρσενικό
- ο τάπητας μόνο στην έκφραση θέτω επί τάπητος
Πηγές[επεξεργασία]
- τάπης - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
τᾰπητ- | |||||
ονομαστική | ὁ | τάπης | οἱ | τάπητες | |
γενική | τοῦ | τάπητος | τῶν | ταπήτων | |
δοτική | τῷ | τάπητῐ | τοῖς | τάπησῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | τάπητᾰ | τοὺς | τάπητᾰς | |
κλητική ὦ! | τάπης | τάπητες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τάπητε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ταπήτοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τάπης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τάπης, -ητος αρσενικό
- ο τάπητας, το χαλί
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 124
- Ἀλκίππη δὲ τάπητα φέρεν μαλακοῦ ἐρίοιο,
- η Αλκίππη, που της έφερε μάλλινο μαλακό κιλίμι,
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Ἀλκίππη δὲ τάπητα φέρεν μαλακοῦ ἐρίοιο,
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 542 (540-542)
- πρὸς δέ γε τούτοις ἀνθ᾽ ἱματίου μὲν ἔχειν ῥάκος· ἀντὶ δὲ κλίνης | στιβάδα σχοίνων κόρεων μεστήν, ἣ τοὺς εὕδοντας ἐγείρει· | καὶ φορμὸν ἔχειν ἀντὶ τάπητος σαπρόν·
- Και να φοράω παλιοκούρελα, για κρεβάτι μου | να ᾽χω μια στίβα από βούρλα γεμάτη με κοριούς —δε σ᾽ αφήνουνε μάτι όλη νύχτα να κλείσεις— | για χαλί παλιοψάθα λιωμένη·
- Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- πρὸς δέ γε τούτοις ἀνθ᾽ ἱματίου μὲν ἔχειν ῥάκος· ἀντὶ δὲ κλίνης | στιβάδα σχοίνων κόρεων μεστήν, ἣ τοὺς εὕδοντας ἐγείρει· | καὶ φορμὸν ἔχειν ἀντὶ τάπητος σαπρόν·
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 124
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- τάπης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τάπης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'τάπης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τάπης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τάπης' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τάπης' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοφάνη (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)