τύπτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τύπτω < αρχαία ελληνική τύπτω με σπάνια χρήση στα νέα ελληνικά
Ρήμα
[επεξεργασία]τύπτω
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- με τύπτει η συνείδησή μου: έχω τύψεις
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τύπτω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | τύπτω | τύπτομαι |
Παρατατικός | ἔτυπτον | ἐτυπτόμην |
Μέλλοντας | τυπτήσω, τύψω | τυπήσομαι, τυπτήσομαι |
Αόριστος | ἔτυψα, ἐτύπτησα, ἔτυπον | ἐτυψάμην, ἐτυπτήθην, ἐτύφθην, ἐτύπην |
Παρακείμενος | τέτῠφα, τετύπτηκα | τέτυμμαι, τετύπτημαι |
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. | ||
επικός τύπος παρατ. τύπτον,επικός τύπος αόρ. τύψα |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τύπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)teu-p- (χτυπώ)
Ρήμα
[επεξεργασία]τύπτω
- χτυπώ, πλήττω
- ※ 5ος/4ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοφάνης, Νεφέλαι, 1409
- καὶ πρῶτ᾽ ἐρήσομαί σε τουτί· παῖδά μ᾽ ὄντ᾽ ἔτυπτες;
- και πρώτα θα σε ρωτήσω αυτό: Παιδί σαν ήμουν, με χτυπούσες;
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr
- καὶ πρῶτ᾽ ἐρήσομαί σε τουτί· παῖδά μ᾽ ὄντ᾽ ἔτυπτες;
- ※ 5ος/4ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοφάνης, Νεφέλαι, 1409
- προξενώ πληγές με χτύπημα ράβδου
- χτυπώ με κεντρί
- κόβω νόμισμα
- (μεταφορικά) στενοχωρώ πολύ, πληγώνω
- (για βέλη, ακόντια ή άλλα πολεμικά όπλα) βάλλω, πλήττω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 4 (Δ. Ὁρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις.), στίχ. 531 (στίχοι 530-531)
- ἐρύσσατο δὲ ξίφος ὀξύ, | τῷ ὅ γε γαστέρα τύψε μέσην, ἐκ δ᾽ αἴνυτο θυμόν.
- έσυρ᾽ εν ταυτώ τ᾽ ακονητό του ξίφος, | μες στην κοιλιά τον κτύπησε και την ψυχήν του επήρε.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἐρύσσατο δὲ ξίφος ὀξύ, | τῷ ὅ γε γαστέρα τύψε μέσην, ἐκ δ᾽ αἴνυτο θυμόν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 4 (Δ. Ὁρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις.), στίχ. 531 (στίχοι 530-531)
- (στη μέση φωνή) χτυπώ το στήθος μου από θλίψη, θρηνώ κάποιον, κάνω πληγές, πληγώνομαι
- (στην παθητική φωνή) χτυπιέμαι, πλήττομαι, τραυματίζομαι, λαμβάνω πληγές, χτυπήματα
- ※ 5ος/4ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοφάνης, Πλοῦτος , 1013-1015
- μυστηρίοις δὲ τοῖς μεγάλοισι, νὴ Δία, | ἐπὶ τῆς ἁμάξης ὅτι προσέβλεψέν μέ τις, | ἐτυπτόμην διὰ τοῦθ᾽ ὅλην τὴν ἡμέραν.
- Στα μεγάλα Μυστήρια όταν πηγαίναμε | με τ᾽ αμάξι, αν κανένας με κοιτούσε, | μ᾽ έδερνε ολημερίς.
- Μετάφραση (1956), Κώστας Βάρναλης @greek‑language.gr
- μυστηρίοις δὲ τοῖς μεγάλοισι, νὴ Δία, | ἐπὶ τῆς ἁμάξης ὅτι προσέβλεψέν μέ τις, | ἐτυπτόμην διὰ τοῦθ᾽ ὅλην τὴν ἡμέραν.
- ※ 5ος/4ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοφάνης, Πλοῦτος , 1013-1015
Σύνθετα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- τύπτω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τύπτω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)