υδρο-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑδρο-

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υδρο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑδρο- < ὕδωρ και λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία hydro-, όπως από το γαλλικό hydro-[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.ðɾo/

Πρόθημα[επεξεργασία]

υδρο- ή υδρό- ή υδρ-

α΄ συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι :
  1. το β΄ συνθετικό περιέχει νερό, σχετίζεται με νερό, μοιάζει με νερό
    υδροθεραπεία, υδρόφιλος, υδραντλία
  2. μια χημική ένωση περιέχει ή προσλαμβάνει υδρογόνο στο μόριό της
    υδροκυάνιο, υδρόχλώριο, υδρόθειο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

  • υδρό-
  • υδρ- πριν από φωνήεν

Σύνθετα[επεξεργασία]

όπως

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]