φελούκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φελούκα οι φελούκες
      γενική της φελούκας
    αιτιατική τη φελούκα τις φελούκες
     κλητική φελούκα φελούκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μια φελούκα στο Νείλο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φελούκα < (άμεσο δάνειο) ιταλική feluca < γαλλική felouque < αραβική فلوكة (falūka, βάρκα) < ελληνιστική κοινή ἐφόλκιον (αντιδάνειο)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /feˈlu.ka/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φελούκα θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]