φρυγανιέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φρυγανιέρα | οι | φρυγανιέρες |
γενική | της | φρυγανιέρας | — | |
αιτιατική | τη | φρυγανιέρα | τις | φρυγανιέρες |
κλητική | φρυγανιέρα | φρυγανιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φρυγανιέρα < φρυγανίζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φρυγανιέρα θηλυκό
- ηλεκτρική οικιακή συσκευή για το ψήσιμο και το φρυγάνισμα φετών ψωμιού
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φρυγανιέρα
|