όστρακο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το όστρακο τα όστρακα
      γενική του οστράκου
όστρακου
των οστράκων
    αιτιατική το όστρακο τα όστρακα
     κλητική όστρακο όστρακα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

όστρακο < αρχαία ελληνική ὄστρακον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

όστρακο ουδέτερο

  1. το κομμάτι από σπασμένο πήλινο αγγείο
  2. το κέλυφος των μαλακίων

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]