ἀγρεσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀγρεσίᾱ | αἱ | ἀγρεσίαι |
γενική | τῆς | ἀγρεσίᾱς | τῶν | ἀγρεσιῶν |
δοτική | τῇ | ἀγρεσίᾳ | ταῖς | ἀγρεσίαις |
αιτιατική | τὴν | ἀγρεσίᾱν | τὰς | ἀγρεσίᾱς |
κλητική ὦ! | ἀγρεσίᾱ | ἀγρεσίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγρεσίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀγρεσίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀγρεσία < ἀγρεύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀγρεσία θηλυκό ( & ιωνικός τύπος ἀγρεσίη-ης )
- τὰ δίκτυα θῆκαν ὅμαιμοι, ἀγρότα Πάν, ἄλλης ἄλλος ἀπ᾽ ἀγρεσίης
→ δείτε τη λέξη ἄγρα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)