γίγαντας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
αφαίρεση span style |
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
||
Γραμμή 34: | Γραμμή 34: | ||
* [[γιγαντοοθόνη]] |
* [[γιγαντοοθόνη]] |
||
* [[γιγαντόσωμος]] |
* [[γιγαντόσωμος]] |
||
{{clear}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
Αναθεώρηση της 17:36, 26 Μαΐου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γίγαντας | οι | γίγαντες |
γενική | του | γίγαντα | των | γιγάντων |
αιτιατική | τον | γίγαντα | τους | γίγαντες |
κλητική | γίγαντα | γίγαντες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- γίγαντας < αρχαία ελληνική Γίγας
Ουσιαστικό
γίγαντας αρσενικό (θηλυκό: γιγάντισσα)
- μυθικό ον που συναντάται σε πολλές από τις μυθολογίες του κόσμου· ανθρωπόμορφος αλλά με ύψος και δύναμη πολλές φορές μεγαλύτερα από του κανονικού ανθρώπου
- (μεταφορικά) άνθρωπος με ύψος πολύ μεγαλύτερο από το μέσο όρο
- κάτω από το καλάθι την άμυνα έβγαζε ένας γίγαντας των 2.10
- ≈ συνώνυμα: γιγαντόσωμος, μεγαλόσωμος, ψηλόσωμος, υψηλόσωμος
- ≠ αντώνυμα: νάνος
- που θεωρείται σημαντική μορφή στον τομέα του
- ο Σοπενάουερ είναι ένας από τους γίγαντες της γερμανικής φιλοσοφίας
- (προσφώνηση) (λαϊκότροπο) φιλική προσφώνηση
- που 'σαι ρε γίγαντα!, έλα ρε γίγαντα!
- (στον πληθ. γίγαντες → δείτε τη λέξη ) ποικιλία φασολιών.
Εκφράσεις
- γίγαντας με πήλινα πόδια: ...
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
τύπος φασολιού