Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μακεδών

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Μακεδών < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Μακεδών αρσενικό ή θηλυκό

Μεταγραφές

[επεξεργασία]



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / Μακεδών οἱ/αἱ Μακεδόνες
      γενική τοῦ/τῆς Μακεδόνος τῶν Μακεδόνων
      δοτική τῷ/τῇ Μακεδόν τοῖς/ταῖς Μακεδόσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν Μακεδόν τοὺς/τὰς Μακεδόνᾰς
     κλητική ! Μακεδών Μακεδόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Μακεδόνε
γεν-δοτ τοῖν  Μακεδόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Μακεδών < μακεδνός[1] (μακρύς, ψηλός) ή Μακέτης / Μακέται + -ών < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *meh₂ḱ- (μακρύς, λεπτός) ή προελληνική [2]
«Συνεπώς, το τοπωνύμιο θα σήμαινε αρχικώς “μακρινή χώρα” ή “υψηλά κείμενη (βό­ρεια) χώρα”»[1] ή οι Μακεδόνες θα ήταν οι «ορεινοί» (Hochländer / Highlanders).[3]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Μᾰκεδών αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκά: Μακεδονία, Μακεδονίς, Μακεδόνισσα, Μακεδονῖτις)

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • για του ουσιαστικό γῆ, πάντοτε γῆ Μακεδών (σε επιθετική λειτουργία)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. 1 2 «Μακεδονία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
  3. Hjalmar Frisk, Griechisches Etymologisches Wörterbuch, Χαϊδελβέργη 1970, σελ. 2163, λήμμα: μακεδνός