Παῦλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Παῦλος αρσενικό
- πολυτονική γραφή της λέξης Παύλος
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Παῦλος | ||
γενική | τοῦ | Παύλου | ||
δοτική | τῷ | Παύλῳ | ||
αιτιατική | τὸν | Παῦλον | ||
κλητική ὦ! | Παῦλε | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Παῦλος < (άμεσο δάνειο) λατινική Paulus < paulus (μικρός) < πρωτοϊταλική *paurelos < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *péh₂uros < *peh₂w- (λίγος, μικρός)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Παῦλος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) ανδρικό όνομα
- Σαῦλος δέ, ὁ καὶ Παῦλος, πλησθεὶς Πνεύματος ἁγίου καὶ ἀτενίσας πρὸς αὐτὸν εἶπεν. (Πράξεις των Αποστόλων, 13, 9-10)
Κατηγορίες:
- Καθαρεύουσα
- Κύρια ονόματα (καθαρεύουσα)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπερισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Δάνεια από τα λατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Αρχαία ελληνικά
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ανδρικά ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)