έμπεδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἔμπεδος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έμπεδος η έμπεδη το έμπεδο
      γενική του έμπεδου της έμπεδης του έμπεδου
    αιτιατική τον έμπεδο την έμπεδη το έμπεδο
     κλητική έμπεδε έμπεδη έμπεδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έμπεδοι οι έμπεδες τα έμπεδα
      γενική των έμπεδων των έμπεδων των έμπεδων
    αιτιατική τους έμπεδους τις έμπεδες τα έμπεδα
     κλητική έμπεδοι έμπεδες έμπεδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έμπεδος < αρχαία ελληνική ἔμπεδος

Επίθετο[επεξεργασία]

έμπεδος, -ή, -ο

  1. (στρατιωτικός όρος) (για τάγμα ή άλλο στρατιωτικό τμήμα) που παραμένει στη βάση του, την έδρα του, εκπαιδεύοντας νεοσυλλέκτους και προσφέροντας άλλες υπηρεσίες στα μετόπισθεν
  2. (ουσιαστικοποιημένο) έμπεδο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]