αδιαφώτιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αδιαφώτιστος, -η, -ο
- που δεν έχει διαφωτιστεί, που δεν έχει δεχτεί διαφώτιση ή ενημέρωση
- αδιευκρίνιστος, ασαφής, σκοτεινός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδιαφώτιστος
|