αλαφιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλαφιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αλαφιάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
αλαφιασμένος, -η, -ο
- που έχει τρομάξει, ταραχτεί από κάτι δυσάρεστο, που αντιμετωπίζει μια κρίση και πελαγώνει, τα χάνει, δεν ξέρει πώς να αντιδράσει, ο αναστατωμένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλαφιασμένος