αμαρτύρητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμαρτύρητος η αμαρτύρητη το αμαρτύρητο
      γενική του αμαρτύρητου της αμαρτύρητης του αμαρτύρητου
    αιτιατική τον αμαρτύρητο την αμαρτύρητη το αμαρτύρητο
     κλητική αμαρτύρητε αμαρτύρητη αμαρτύρητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμαρτύρητοι οι αμαρτύρητες τα αμαρτύρητα
      γενική των αμαρτύρητων των αμαρτύρητων των αμαρτύρητων
    αιτιατική τους αμαρτύρητους τις αμαρτύρητες τα αμαρτύρητα
     κλητική αμαρτύρητοι αμαρτύρητες αμαρτύρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμαρτύρητος < αρχαία ελληνική ἀμαρτύρητος < ἀ- + μαρτυρέω < μάρτυς

Επίθετο[επεξεργασία]

αμαρτύρητος, -η, -ο

  1. που δεν έχει (επι)βεβαιωθεί, δεν υπάρχει μαρτυρία γι’ αυτόν
     συνώνυμα: αβεβαίωτος, αμάρτυρος, ανεπιβεβαίωτος
  2. που δεν τον έχουν μαρτυρήσει, δεν τον έχουν αποκαλύψει
     συνώνυμα: ακοινολόγητος
     αντώνυμα: κοινολογημένος, μαρτυρημένος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]