ανασφαλής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανασφαλής η ανασφαλής το ανασφαλές
      γενική του ανασφαλούς της ανασφαλούς του ανασφαλούς
    αιτιατική τον ανασφαλή την ανασφαλή το ανασφαλές
     κλητική ανασφαλή(ς) ανασφαλής ανασφαλές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανασφαλείς οι ανασφαλείς τα ανασφαλή
      γενική των ανασφαλών των ανασφαλών των ανασφαλών
    αιτιατική τους ανασφαλείς τις ανασφαλείς τα ανασφαλή
     κλητική ανασφαλείς ανασφαλείς ανασφαλή
Γενική ενικού, αρσενικό: και του ανασφαλή (δημοτική)
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανασφαλής < (λόγιο) (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀνασφαλής (αβέβαιος). Συγχρονικά αναλύεται σε στερητικό α- + ασφάλεια, σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική insecure [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.na.sfaˈlis/

Επίθετο[επεξεργασία]

ανασφαλής, -ής, -ές

  1. που δεν έχει σιγουριά, αισθάνεται εύκολα απειλή ή και φόβο (για άνθρωπο)
    Είναι ανασφαλής και δεν διεκδικεί ποτέ αύξηση ή έστω λίγες μέρες αδείας παραπάνω, αφού σκοτώνεται στη δουλειά
  2. που δεν εμπνέει τη σιγουριά και ίσως είναι επικίνδυνο, που δεν είναι απόλυτα ασφαλές
  3. που προκαλεί μια ενέργεια ή ένα συναίσθημα από ανασφάλεια
    η ανασφαλής προσκόλληση του βρέφους στη μητέρα

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]