αντιβηχικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιβηχικός < αντι- + βήχας + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antitussif)
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιβηχικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που συμβάλλει στον περιορισμό, την καταπράυνση ή την εξάλειψη του βήχα
- (ουσιαστικοποιημένο) (φαρμακευτική) αντιβηχικό: το σχετικό φάρμακο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βήχας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιβηχικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Φαρμακευτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)