αποσυντεθειμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποσυντεθειμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποσυνθέτω / αποσυντίθεμαι (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décomposé)
Μετοχή[επεξεργασία]
αποσυντεθειμένος, -η, -ο
- που έχει αποσυντεθεί ή τον έχουν αποσυνθέσει
- αυτός που έχει ολοκληρώσει την διαδικασία αποσύνθεσης (όχι πια αποσυντιθέμενος)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αποσυνθέτω, αποσυντίθεμαι, από, συνθέτω, συν και θέτω